Χιονοστιβάδα

Εθκιάλεξα ψωμί τζαι επερίμενα στην σειρά για να πλερώσω. Η ταμίας, Κυπραία, μεσήλικας, με ταλαιπωρημένο βλέμμα τζαι χοντροκομμένα χαρακτηριστικά. Που το ντύσιμο τζαι το ηλιοκαμένο πρόσωπο, Ο μπροστά μου πελάτης εκαταλαβένετουν ότι έρκετε που χειρονακτική εργασία.

«Με το ζόρι να μου πουλήσει άρωμα.», είπε αγανακτισμένα η ταμίας στην υπάλληλο που έκοφκε τα ψωμιά. «Καλά Κυρία Γιαννούλα μου, γιατί εν το έπιασες; Μπορεί να ήταν τζαι ορίτζιναλ, τούτες κλέφκουν τα τζαι πουλούν τα για μπακκίρες. Έπιασε μια φίλη μου, να δούμε πόθθεν τα συνάουν.»

«Σιγά να μεν ήταν ορίτζιναλ.» απάντησε με σιουρκά η Γιανούλα. «Εν Κινέζικα κόρη μου, απομιμήσεις. Πιάννουν τα με την ντουζίνα που ποτζεί στα Τούρτζικα τζαι γυρεύκουν θύματα ποδά να τους τα μπαξιώσουν. Εμυρίστικα το αφού, τζαι εμύριζε όπως την σπιρτοκολώνιαν».

Ο άνθρωπος μπροστά μου, ερώτησε «Μα για ποιάν μιλάτε; Για την τσιγγάνα που έφευκε τωρά;». Μόλις έπιασε την θετική απάντηση που τες ταμίες, αποκρίθηκε με ύφος δεκαπέντε σοφών, «Ξεφορτώννουνται τους οι καλαμαράες, τζαι κουβαλιούνται ποδά. Αντίς να τους κουρέψει τούτους τους, μάντηες η τρόικα, εκούρεψε μας τα ρυάλλια μας.»

Τζαι τζιαμέ εξεκίνησε να χτίζετε μια συζήτηση μεταξύ των τριών τους, με τούβλα την ξενοφοβία, την αμπελοφιλοσοφία τζαι τες κουβέντες του καφενέ.

Τζαι τούτοι οι βρωμισμένοι τι γυρεύκουν στην Κύπρο, τζαι εν τούτοι που κλεφτουν τες δουλειές μας, τζαι εν τούτοι που κάμνουν τες ληστείες. Για ούλλα τα κακά, έφτεξεν η τσιγγάνα που εδοκίμασε να τους πουλήσει άρωμα.

Επλέρωσεν ο άνθρωπος τζαι έκαμεν να φύει. «Αλόπως πρέπει να έρτει τζαι δαμέσα καμιά Χρυσή Αυγή να καθαρίσει τον τόπο να πνάσουμε.» εφώναξε του η ταμίας. Τζείνος έγνεψε καταφατικά, εχαμογέλασε τζαι σιερετόντας εκατέβηκε τα σκαλιά της εισόδου.

Την ώρα που μου έκοφκε το ψωμί μου, εσκέφτουμουν το κατά πόσο έπρεπε να της πω κάτι. Να την ρωτήσω αν εσοβαρομιλούσε τζαι αν πραγματικά επίστευκε ότι μια ρατσιστική, φασιστική τζαι απολυταρχική οργάνωση, θα ήταν ωφέλιμη για τα θέματα της κοινωνίας.

Εν ενεκατώθηκα όμως. Εσιώπησα, επλέρωσα τζαι έφυα.

Οι σκέψεις μου όμως εν εσταματήσαν. Εκατάλαβα ότι, το τι συμβαίνει στην κοινωνία μας δεν είναι πρωτοφανές. Αντίθετα, εσυνέβηκε πάρα πολλές φορές στο παρελθόν. Ομάδες ανθρώπων είτε στα πρόθυρα της απελπισίας, είτε που νιώθουν ότι αδικούνται, να στρέφουν τες ελπίδες τους σε απόλυτες τζαι ακραίες λύσεις, νιώθοντας ότι εν η τελευταία τους διέξοδος.

Σε ένα παράλογο κόσμο, που δεν υπάρχουν αξιόπιστοι θεσμοί τζαι που η κοινωνία κλείνει ασφικτηκά γυρώ μας, το να διατηρήσεις την ηθική σου τζαι την λογική σου σκέψη εν άθλος. Εν τους δικαιολογώ που σκέφτουνται τζαι μιλούν έτσι, νιώθω όμως ότι εν έχω λόγια να δικαιολογήσω τον κόσμο που ζούμε.