Δουλειά

Eμπήκε στο δωμάτιο συνεδριάσεων λλίο μετά ‘που τζ’είνον. Έκλεισεν την πόρτα πίσω του τζ’αι η αύρα εμύρισε Cool Water τζ’αι τσιγάρα. «Έχω την τζ’αι εγώ τούτην την κολόνια» εσκέφτηκεν τζ’αι ένιωσε μιαν περίεργη σύνδεση με τον διευθυντή ανθρώπινου δυναμικού. Έστω τζ’αι αν στο συγκεκριμένο πλαίσιο, τους εχώριζε μια θάλασσα καταστάσεων τζ’αι ευθυνών.
«Θέλεις καφέ;» είπεν του πριν να κάτσει. «Να πω της Βέρας να σου φέρει».
«Ευχαριστώ, Βασίλη, μόλις ήπια στο γραφείο μου», απάντησε χαμογελώντας.
Ο Βασίλης έκατσε απέναντί του, στο τεράστιο γραφείο συνεδριάσεων. Έφκαλεν ‘που την τσέπη του το πορτοφόλι του τζ’αι έβαλέν το στην δεξιάν του πλευρά, μαζί με το τεράστιο τηλέφωνό του. «Ξέρεις για ποιο λόγο είμαστε δαμαί», είπε στον Κώστα καθώς επροσπαθούσε να ανάψει το λάπτοπ του τζ’αι να ενώσει ποντίκια, πρίζες και τα λοιπά.
«Ξέρω, είπεν μου ο υπεύθυνος του τμήματος», απάντησε, προσπαθώντας να κρύψει την ανησυχία τζ’αι την ανυπομονησία του. Το στομάσ’ιν του έμοιαζε άδειο, γεμάτο με αέρα, τζ’αι μια τουρπίνα ανακάτωννεν τα σωθικά του. «Έτσι πρέπει να νιώθουν οι φούσκες των μωρών, άμα τες γεμώνουν ήλιον στα παναΰρκα», εσκέφτηκε.
«Να ξεκινήσουμε Κώστα μου», είπε δυνατά τζ’αι αποφασιστικά ο Βασίλης. Ένωσε τα χέρια του, σαν ένα τρίγωνο σταντ, μπροστά ‘που την οθόνη του λάπτοπ. Σιωπή στο δωμάτιο. Θκυο αναπνοές.
«Αγαπάς την δουλειά σου;» ρώτησε ο Βασίλης τζ’αι εκούμπησε πίσω.
«Αγαπώ την δουλειά μου!» απάντησε χωρίς δεύτερη σκέψη. Τζ’αι εσυνέχισεν αμέσως: «Νομίζω εν μπορούν να το πουν πολλοί τούτο, αλλά τούτο που κάμνω έν’ τούτον που ονειρεύκουμουν να κάμνω ‘που τον τζ’αιρόν που ήμουν μιτσής». Έκαμεν μια παύση, εχαμογέλασεν, εγύρευκε λέξεις.
«Όντως εν το λαλούν πολλοί τούτο, ρε Κώστα. Μάλιστα, πολλοί απαντούν τούτην την ερώτηση με ερώτηση. Νομίζω είσαι ο πρώτος που είσ’ες την απάντηση πά’ στην μούττη της γλώσσας σου»
«Βασίλη. Αγαπώ τούτον που κάμνω. Έντζ’ε σημαίνει ότι αρέσκει μου η δουλειά όμως», είπεν ο Κώστας.
Ο διευθυντής έμεινε σιωπηλός για κάποια δευτερόλεπτα. Κάτι εσημείωσε σε μιαν κόλλα χαρτί τζ’αι ερώτησε: «Δηλαδή;»
«Δηλαδή, εν μου αρέσκει το πώς δουλεύκουμε σήμερα. Νιώθω ότι εν υπάρχουν μέρες. Ότι η ζωή μας έν’ μια μέρα που εν τελειώνει ποττέ, με κάποιες διακοπές τα σαββατοκυρίακα. Τούτη η πίεση, το άγχος, η βιασύνη, ρουφά μου ούλλην την ευχαρίστηση που πιάννω που τούτον που κάμνω».
«Έντζ’ε έσ’ει δουλειάν εύκολη, ρε Κώστα. Ούλλες οι δουλειές έχουν τες απαιτήσεις τους. Η ζωή έν’ γλήορη, έν’ δύσκολη, αν δεν μπορείς να προλάβεις, κόφκεις πίσω τζ’αι πατούν σε οι υπόλοιποι».
Ο Κώστας έσπρωξε την καρέκλα του πίσω. Έβαλεν τα σ’έρκα στις τσέπες τζ’αι έκλεισε τα μάτια του.
«Ρε φίλε. Σοβαρεύτου. Έσ’εις μωρά!» είπεν ο Βασίλης. Άνοιξε τα μάτια του ο Κώστας. Εμείναν να θωρούν έντονα ο ένας τον άλλον για κάποια δευτερόλεπτα. «Εσύ, ρε Βασίλη, αγαπάς τη δουλειά σου;» ερώτησεν ο Κώστας τζ’αι έκατσεν πιο αναπαυτικά στην καρέκλα του