Σαν πας στο Ζύγι.

Στην επιστροφή που το Μαρί, για την Λευκωσία, αποφασίσαμε με κάποιο φίλο να σταματήσουμε στο Ζύγι για να φάμε κάτι. Εσκεφτήκαμε ότι αξίζουμε μια μπύρα τζιαι λλίο φρέσκο ψάρι μετά που μιας εβδομάδας δουλεία

Οι επιλογές ήταν πολλές, στην τύχη αποφασίσαμε να κάτσουμε στην ταβέρνα «Η καθαρή καρδία». Μια κλασσική, Κυπριακή παραγκοταβέρνα που κάποτε ήταν σπίτι τζιαι μετά οι ιδιοκτήτες εστεγάσαν την αυλή τζιαι σερβίρουν φαί.

Εκάτσαμε σε ένα τραπεζάκι τζιαι επαραγγείλαμε στο αλλοδαπό γκαρσόνι μια μπύρα να δροσιστούμε λλίο πριν να ξεκοκαλίσουμε τα ψάρκα που θα επαραγγέλαμε. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι ικανότητες του γκαρσονιού στο σερβίρισμα ήταν όσα ήταν τζιαι τα Ελληνικά του, οπόταν η μπύρα ήρτεν μετά που είκοσι λεπτά, χλιαρή τζιαι με το σίερι του γκαρσονιού στο στόμα της μπουκάλλας.

Εν είμαστε Ιδιότροποι, εξάλλου εν τζιαι εκάτσαμε στο Χίλτον, εκαθάρισα την μπουκάλλα τζιαι έγυρα τα πρώτα ποτήρια.

Σε λλίο εκατάφθασε τζιαι το μάστρε-γκαρσόνι (οι αλλοδαποί εν μόνο για να κουβαλούν όχι για να πιάνουν παραγγελίες) για να του παραγγείλουμε. Ερωτήσαμε αν έσιει μενού. «Εγώ είμαι το μενού» απαντά με περηφάνια τζιαι κομπιάζοντας το γκαρσόνι.

«Ωραία λοιπόν, φέρε μας μια καλαμαράκι, μια σουπιές, μια σαλάτα, λλίη τασίη τζιαι κανένα ψάρι» είπαμε. Είπε μας τι φρέσκα ψάρια έσιει για να διαλέξουμε. Εμείς εν τζιαι είμαστε ψαράες, λαλούμε του φέρε μας κάτι για δύο άτομα, ούτε πολλά μεγάλο, ούτε πολλά μιτσή. «Αφήστε το πάνω μου» λαλεί μας.

Για να μεν τα πολυλογώ, έφερε μας δέκα ροδέλες καλαμαράκι κατεψυγμένο, τρείς σουπιές, λλίες πατάτες που πρέπει να τες ετηγάνισε πέντε φορές πριν να μας τες φέρει εμάς τζιαι ένα ψάρι που μα το θεό αν το εψάρευκα εγώ είσιεν να το λυπηθώ τζιαι να το πετάξω πίσω. Εσκέφτηκα να του πω ότι έκαμε λάθος τζιαι έφερε μας το μωρό αντί τη μάμμα, αλλά εσιώπησα. Τρώμε τζιαι εν ξαναρκούμαστε αν είναι, εν υπάρχει λόγος να κάμουμε τζιαι ιδιοτροπία.

Εφάμεν που λέτε (τι εφάμε δηλαδή, εμυριστήκαμε το λαλεί τζιαι η μάνα μου) τζιαι είπαμε του να μας φέρει το πρόστιμο. Έρκετε ο αλλοδαπός με την σούμα πάνω σε μια κίτρινη λαδόκολλα. Άλλο έξυπνο κόλπο τούτο, λαλεί σου άμα εν του αρέσει του πελάτη ο λοαρκασμός, εν θα κάτσει να ανοίξει συζήτηση με το γκαρσόνι που τα Ελληνικά του τρία ένει.

Λλίον έλειψε να με πίαει κόλπος άμα τζιαι είδα πόσα έθελε. Ογδόντα οκτώ Ευρώ. Μάλιστα, εμισοφάμεν δύο άτομα τζιαι έπρεπε να πληρώσουμε ογδόντα οκτώ Ευρώ. Πέμπουμε το γκαρσόνι πίσω να φωνάξει του μάστρου του.

«Το ψάρι εν ακριβό λαλεί μας», όντως άμα μας έβαλε δώδεκα λίρες το καλαμαράκι τζιαι εφτά λίρες την τασίη τζιαι την σαλάτα πρέπει να το αγοράζει πολλά ακριβά. Καλά τζιαι συφφέρει τους τζιαι δουλεύκουν. Ύνταλως τα φκάλλουν πέρα;

Τζιαι σκεφτείτε ότι είμαστε Κυπραίοι, αν είμαστε τουρίστες, είσιεν να πρέπει να μπούμε φαινάνς για να τον πιερώσουμε.

Τζιαι ύστερα παραπονιούνται ότι οι Κυπραίοι παν στα κατεχόμενα να φαν τζιαι ότι έππεσε ο τουρισμός μας. Πατριώτης, ξε-πατριώτης, η πούγκα μου εν έσιει πατρίδα. Πελλός που ξαναπάει στο Ζύγι να φάει ψάρι.