Η Αντωνία

"Πρέπει να το ζήσω. Εσκέφτηκα το σοβαρά ". Έτσι του είπε τζιαι εσηκώθηκε που το κρεβάτι του.

Εκοντοστάθηκε στην πόρτα, "Ρε Αντρέα μου, εγίνηκε τζιαι η σχέση μας μονότονη. Πότε σπίτι σου, πότε σπίτι μου. Εν πάμε πούποτε πλέον τζιαι άμα πάμε οπουδήποτε, η ώρα δώδεκα το πολλή νυστάζεις τζιαι θέλεις να φύουμε". Σάννα τζιαι έθελε να δικαιολογηθεί. Ακόμα τζιαι η ίδια εκαταλάβαινε ότι τούτο που του εζητούσε ήταν απρόσμενο τζιαι εγωιστικό.

"Κοίταξε, εν σημαίνει ότι εν σ’ αγαπώ. Ο Μάικ εσυνάρπασε με. Έκαμε με να νιώσω κάτι που έσιει χρόνια να το νιώσω. Τες τελευταίες μέρες εσυνδεθήκαμε πάρα πολλά τζιαι θέλω να είμαι ανοιχτή σε τζείνο που έσιει να μου δώκει. Μπορεί να σου ακούεται επιπόλαιο αλλά έτσι εν τα πράματα. Εν μπορώ να αλλάξω το πως νιώθω"

Ο Αντρέας εν έκαμε προσπάθεια να την μεταπείσει. Βαθιά μέσα του, ήξερε ότι η Αντωνία έκαμνε του χάρη που έφευκε έτσι.

Πέντε χρόνια εν εμπορούσε να κάμει τίποτε χωρίς την άδεια της, χωρίς να της το πει τζιαι να το εγκρίνει. Όι πως του είπε ποττέ, να μεν πάει έξω με τους φίλους του ή να μεν κάμει το δικό του. Πάντα είσιεν τον τρόπο της όμως να τους μειώνει τζιαι να τον κάμνει να νιώθει άσιημα.

"Οι φίλοι σου οι αχαΐρευτοι, οι φίλοι σου οι χασικλήες, οι φίλοι σου που νομίζουν ότι εν 18 χρονών ακόμα ενώ σχεδόν επατήσαν τα τριάντα".

Έτσι ο Αντρέας απέφευγε διακριτικά να θωρεί τους φίλους του. Απέφευγε ακόμα παραπάνω να την παίρνει μαζί του άμα θα ήταν τζιαι οι φίλοι του. Τζείνη είσιεν πάντα κατεβασμένα τα μούτρα της τζιαι εν εμιλούσε ποττέ.

Αμα επροσπαθούσε κάποιος να την προσεγγίσει ή να της πιάει κουβέντα, η Αντωνία, έβλεπε τον με ένα ψεύτικο χαμόγελο, μέσα που ένα παγωμένο γυαλί που έβαλλε μπροστά της. Ποττέ εν ανταπέδιδε τες φιλοφρονήσεις τζιαι ποττέ εν εδιούσε τροφή ή ευκαιρία για συζήτηση. Μια κούκλα, πίσω που μια βιτρίνα.

Ο Αντρέας έκαμνε προσπάθεια να τερκάσει μες το περιβάλλον της. Εδοκίμασε να μάθει λάτιν χορούς τζιαι να πηαίνει μαζί της στο Μάρκο Πόλο να χορεύκει. Έκοψε τα μαλλιά του τζιαι εξεκίνησε να βάλλει πουκάμισα στενά τζιαι παπούτσια, λουστρίνια, μουττερά.

Έφκεννεν έξω με την παρέα της. Εθώρεν παραπάνω φορές τα τιτίλλια τους φίλους της Αντωνίας, παρά τους παιδικούς του φίλους. Στες συζητήσεις μαζί τους, επροσπαθούσε να εκφέρει γνώμη. Ακόμα τζιαι αν το θέμα ήταν ηλίθιο τζιαι ανούσιο. Τζείνοι γενικά αντιμετωπίζαν τον σάννα τζιαι εν υπήρχε. Με ύφος "Που τον ήβρε τούτο η Αντωνία;" αγνοούσαν τον τζιαι εσυνεχίζαν την κουβέντα τους.

Πόσες νύχτες εκάθετουν πάνω σε μια καρέκλα, σιωπηλός, να σκέφτεται την παρέα του, τους φίλους του, την ζωή που έκαμνε πριν την Αντωνία. Μόλις όμως εθώρεν το πρόσωπο της, εμαγεύκετουν. Ένας διακόπτης μες το νού του, εγύριζε στο Off. Τζιαι η Αντωνία, εγίνετουν η ζωή του.

Έκλεισε την πόρτα πίσω της η Αντωνία τζιαι ο Αντρέας εμεινε μόνος του στο δωμάτιο πίσω που το σπίτι της μάνας του. Μετά που πέντε χρόνια. Μόνος του.

Έπιασε την κιθάρα του τζιαι εκούμπησε στον τοίχο. Εξεκίνησε να παίζει τες πρώτες συγχορδίες. "I keep a close watch on this heart of mine.." άναψε το μισό τσιγάρο που επερίμενε στο τασάκι που την προηγούμενη νύχτα. Εχαμογέλασε, μαζί με το τσιγάρο, ο διακόπτης εγύρισε στο On.