Μέρα 4η

Αγαπημένη μου Ρέα,

Πιστεύκεις στον θεό; Όι αναγκαστικά σε τζείνον ‘που πιστεύκουν οι παραπάνω Κυπραίοι. Εννοώ, νιώθεις ότι έσιει κάποια δύναμη υπεράνω όλων, που ελέγχει με κάποιον τρόπο, ή έν’ υπεύθυνη, συνειδητά ή ασυνείδητα, για τον κόσμο που ζούμε;

Εγώ εσταμάτησα να πιστεύκω ‘που πολλά μιτσής. Πάντα εθεωρούσα ότι το παραμύθι είσιεν αρκετά παράλογα πράματα τζαι ότι αποκλείεται μια τόσο σημαντική αλήθκεια να μεν τυγχάνει καθολικής αποδοχής.

Μπορεί να σου ακουστεί επιπόλαιον ή ρηχό, αλλά σκέφτου το τούτο. Η βαρύτητα, ‘εν ξέρουμε ούλλοι ότι υπάρχει; ‘Εν την δεχούμαστε ούλλοι; Το ίδιο συμβαίνει τζαι με το οξυγόνο που αναπνέουμε. ‘Εν τζαι θωρεί το κανένας. Με τα χρόνια ανακαλύψαμε ότι εν τζιαμαί τζαι χρειαζόμαστεν το. Υπάρχει κάποιος πάνω στη Γη που μπορεί να τα αμφισβητήσει τζαι να μεν πούμε ούλλοι ότι έν’ πελλός, ή τουλάχιστον να του ζητήσουμε να στηρίξει την θεωρία του με επιχειρήματα;

Γιατί δεν συμβαίνει το ίδιο με την θρησκεία, με τον θεό; Δηλαδή, αν πράγματι υπήρχε κάτι τέθκοιο, γιατί μέχρι σήμερα ‘εν υπάρχει μια θεωρία ευρείας αποδοχής τζαι ο καθένας μας πιστεύκει σε άλλον πράμα;

Ξέρεις, το πρόβλημα εν η λέξη «πιστεύκω». Κρύφκει έναν εγωισμό πίσω της, μιαν περηφάνια που δεν χωρεί αμφισβήτηση, αλλά τζαι μιαν επιβολή, μιαν απόλυτη κοσμοθεωρία που δεν μπορείς να την προσβάλεις λέγοντας το αντίθετο.

«Εγώ, έτσι πιστεύκω.»

Δικαιούμαστεν ούλλοι να πιστεύκουμε ό,τι θέλουμε, σίουρα. Έν’ θέμα όμως το ότι απαιτούμε ‘που τους άλλους να πιστεύκουν το ίδιο. Τζαι το ότι άμαν κάποιος πει κάτι που αντιτίθεται σε τζείνον που πιστεύκουμε, παίρνουμε το σαν προσβολή, ακόμα τζαι σαν καταπίεση της ελευθερίας μας.

Θέλουμεν δηλαδή να πιστεύκουμε εμείς σε κάτι χωρίς να χρειάζεται να το υποστηρίξουμε, αλλά την ίδια ώρα ‘εν μπορούμε να δεχτούμε ότι ο υπόλοιπος κόσμος ίσως να πιστεύκει σε κάτι άλλο. Ελευθερία της πίστης δηλαδή, της δικής μας της πίστης, όμως.

Ο Κώστας έν’ ένας ισιωτής αυτοκινήτων που εβρέθηκεν δαμέσα μετά ‘που κάτι κομπίνες που έκαμνεν με μεταχειρισμένα αυτοκίνητα ‘που την Αγγλία. Όπως τζαι να ‘σιει, σκέφτου ένας μέσος, τραμπαδώρος Κυπραίος που μπορεί να εγέλασεν του κόσμου ούλλου, αλλά η Παναγία Παναγία, τζαι, μιαν εβδομάδαν πριν την Λαμπρή, νηστεία.

Που την πρώτη μέρα που εσυντύχαμεν, είπε μου ότι έσιει πρόβλημα με έναν κοπελλούι που την Αίγυπτο. «‘Εν’ κόφτης», είπε μου με σοβαρότητα, τζαι μιλώντας σιγά, σάννα τζαι εκαταστρώναμε σχέδιο. «Κόπτης χριστιανός, εννοείς;»
«Ποτζείνος! Είσιεν μιαν εκκλησία τζιαμαί που εμίνισκα τζαι εθώρουν τους το πρωί ‘που την αννοίαν. Εφορούσαν κάτι καππέλλα περίεργα. Έκαμα παράπονο στο δημαρχείο, αλλά ‘εν τους εκλείσαν.»
«Ο μιτσής δαμαί τι σου έκαμε;»
«Κουμπάρε, ‘εν τζαι εμπιστεύκουμαι τους. Με την πρώτην ευκαιρίαν θα τον μουστουνιάσω. Αφορμή, βοήθα μου.»
Που τζείνην την ημέρα ‘εν του εξανακόντεψα. Πού είσαι να μάθει ότι εγώ εν πιστεύκω σε τίποτε.

Σε φιλώ,
Ουρανός