Το τέρτιν της Νίκης [Μέρος 14ο – Τέλος]

Ουδέν κρυπτόν υπο τον ήλιο. Πόσο μάλλον σε μια κοινωνία όπως η Κύπρος που ο ένας ξέρει τον άλλο τζαι που οι μισοί εν κουμπάροι με τους άλλους μισούς.

Ο Αντώνης, δεν επικοινώνησε ποττέ με την γενέκα τζαι τα κοπελλουθκια του. Έφυεν τζαι έριξε μαύρη πέτρα πίσω του. Η Νίκη, στις αρχές επερίμενε ο άντρας της να δώκει σημάθκια ζωής. Όσο επέρναν ο τζαιρός όμως τζαι εχώνευκε σιγά, σιγά το τι εσυνέβηκε τόσο πιο πολλά εμεγάλωνε το νεύρο της. Εμπορούσε να τον έβρει, είσιεν τρόπους πολλούς. Εν το έκαμε όμως.

Επροτίμησε να μεγαλώσει τα κοπελλούθκια της μόνη της τζαι να ζήσει την ζωή της σάννα τζαι ο Αντώνης εν πεθαμένος. Εν εμιλούσε ποττέ για τζείνον, εν τον ανάφερνε ποττέ. Μετά που ότι εσυνεβηκε, ο Αντώνης ήταν νεκρός για την οικογένεια του.

Που πάντα ακούουνταν οι φήμες ότι ο Αντώνης έφυεν με την κόρη του ποδηλατά τζαι εμίνησκαν μαζί στην Αγγλία. Τούτη ήταν η αλήθκεια. Οι γονείς της Μαρίνας εξέραν το, κάποιοι γνωστοί τζαι φίλοι εξέραν το. Η Νίκη όμως έκαμνεν ότι εν το ήξερε τζαι έκαμε τα πάντα για να προστατέψει τα κοπελλούθκια της που τούτη τη αλήθκεια.

Τα μωρά εν τζαι εν μαννά όμως, υποψιαστήκαν ότι η αλήθκεια εν χωσμένη. Σε συνδιασμό με το κουτσομπολιό του κόσμου, ούλλα τα κοπελλούθκια του Αντώνη εμάθαν περίπου τι συμβαίνει, εκτός που τον μιτσή.

Ο Φάνος για πολλά χρόνια επίστευκε πραγματικά ότι ο τζύρης του εν χασιμιός τζαι ότι κανένας εν ξερει που ακριβώς είναι. Ίσως επειδή ήταν πολλά μιτσής για να καταλαβαίνει τι έγινε, όταν ουλλοι εμιλούσαν για το θέμα, ίσως επειδή εν ασχολήθηκε ποττέ, ίσως επειδή η οικογένεια του επροστάτεψε τον.

Μετά που αρρώστησε η μάνα του, αποφάσισε να μάθει.Εν εδυσκολεύτηκε καθόλου. Μέσα σε λλίες μέρες έμαθε σχεδόν τα πάντα. Που μινήσκει, με ποιόν μινήσκει, ακόμα τζαι τι δουλειά κάμνει. Έτσι λοιπόν ο Φάνος, το μοναδικό μωρό του Αντώνη που δεν εγνώρισε ποττέ τον τζύρη του, αποφάσισε μετά το θάνατο της μάνας του να πάει στην Αγγλία να έβρει τον παπά του.

Στο νού του δεν ήταν καθαροί οι λόγοι για να κάμει τούτη τη κίνηση. Δεν ήξερε τι να του πεί, τι να τον ρωτήσει, πώς να τον σιερετήσει. Ο Φάνος δεν είσιεν κανένα σχέδιο μες τον νού του για το πώς θα αντιδρούσε όταν εγνώριζε τον τζύρη του.

Τα σενάρια εγυριζαν μες το νού του όπως ταινίες μικρού μήκους, καθώς επερίμενε το ταξι να τον πιάσει στο αεροδρομιο του Νιούκαστλ. Ένας ξερός, κρύος αέρας εδιαπερνούσε το κορμί του. Εχάθηκε στις σκεψεις του κοιτάζωντας το πράσινο λιβάδι απέναντι που το αεροδρομιο. Το ταξί έφτασε, εποφύσισε κελλαριστά, το στομάσιη του κόμπος. «Έφτασεν η ωρα» εσκέφτηκε. Τζαι άνοιξε την μπροστινή πόρτα του ταξιού για να πάει στην πόλη.

Η πόρτα άνοιξε, ένας ψηλός, γεροδεμένος άντρας εστάθηκε μπροστά που τον Φάνο τζαι είδε τον απορημένα. «Είσαι ο Άντωνη;»

Ξαφνιασμένος που τα Ελληνικά, ο άντρας απάντησε. «Εγώ είμαι ναι. Ποιος είστε;»

«Ο Φάνος της Νίκης.»

Ο Άντωνη έχασε για κάποια δευτερόλεπτα τη γή κάτω που τα πόθκια του. Σαν το τέρας, το παρελθόν άπλωσε το σιέρι του τζαι άρπαξε τον που τον ώμο τζαι ετράβησε τον βίαια πίσω.

Η τζοιλιά της Νίκης, έγινε άντρας. Με πυκνά, θαλασσινά μαλλιά, σαν τα δικά του.

Είδαν ο ένας τον άλλο μες τα μάθκια τζαι εσκεφτήκαν ότι μοιάζουν. Όσο τζαι να εθέλαν δεν αγκαλιαστήκαν. Δεν ελυτρώσαν ο ένας τον άλλο που το κάχρι τζαι το μαράζι του χρόνου, της απώλειας, της μετάνοιας.

Έτσι στέκωντα στην πόρτα, εσυζητήσαν. Σάννα τζαι επροβαρίσκαν τούτη τη συνάντηση τζαιρό μες τον νού τους, τζαι ήταν απλά θέμα χρόνου να γίνει η παράσταση. Σάννα τζαι εγνωρίζουνταν, χωρίς να έχουν ειδωθεί ποττέ πριν.

Γέλια, αμήχανες στιγμές, κάποια δάκρυα. Ο ένας εδίψαν να μάθει για τον άλλο, να περιγράψουν την ζωή τους. Μετά που ώρα, ο Αντώνης ετόλμησε να ρωτήσει.

«Η Νίκη;»

«Η Νίκη επέθανε.» απάντησε ο Φάνος.

Ο νούς του Αντώνη εφεντζιάστηκε. Ίσως τούτη η απάντηση να ήταν η ολοκλήρωση που επερίμενε τόσα χρόνια. Ίσως να μεν τον εσύνδεε τίποτε εκτός που τη Νίκη, με το παρελθόν του. Ίσως να μεν είσιεν νόημα να εξηγήσει σε άλλους το γιατί, αν δεν εμπορούσε να το εξηγήσει στην γενέκα που άφηκε πίσω του. Ίσως να μεν τον ένοιαζε, ίσως να ντρεπόταν.

Η ζωή, εν όπως το τραίνο. Κάθεσε σε ένα βαγόνι τζαι θκιαλεέις σε ποιους σταθμούς θέλεις να κατεβείς. Ο Αντώνης είσιεν την ευκαιρία να κατεβεί ξανά σε ένα σταθμό που το παρελθόν. Εστάθηκε στην άκρη της πόρτας. Άφηκε την μνήμη του να θκιανευτεί λλίο σε μαυρόασπρες αναμνήσεις. Εχαμογέλασε, έκλαψε, ενοστάλγησε. Στο τέλος εκατάλαβε ότι έν έσιει πλέον τίποτε να του προσφέρει ο σταθμός τούτος.

Ο Άντωνη, εκαμε ένα βήμα πίσω. Εποσιερέτησε ψυχρά το γιό του τζαι έκλεισε την πόρτα. Την πόρτα που άνοιξε για λλίο στην παλιά του ζωή. Την πόρτα που τον οδήγησε σε τζείνον που ήταν κάποτε.  Στον Αντωνάκη του Κόκου. Στον Αντώνη, της Νίκης.

Ο Φάνος, πίσω που την πόρτα. Με τα σιέρκα στες τζιέπες, σαν το μωρό που του εθημώσαν τζαι αμήχανα, ταλαντεύκει τα άκρα του. Εψέλλισε μια λέξη που εν είσιεν πει ποττέ στην ζωή του πριν.

«Παπά..»

Τζαι ο κρυός άνεμος της Αγγλίας, εβούρησε τζαι ετύλιξε την λέξη τζαι εσκόρπησε την στα πράσινα λιβάθκια. Να μεν την ακούσει κανένας. Σάννα τζαι εν την είπε ποττέ του.

Έπιασε τον δρόμο τζαι επερπάτησε. Επέρασε μουσεία, δίπλα που μπάρ, αντιπροσωπείες πολυτελών αυτοκινήτων, πάρκα, πάρκιγκ, καφενέδες τζαι ντονέρ κεμπάμπ. Σπίθκια με μικρά κόκκινα τούβλα τζαι πεζόδρομους. Μεθυσμένους εγγλέζους τζαι εγγλέζες με μίνι τζαι γιρλάντες με κεραίες.

Με μια λεπίδα να του κόφκει σιγά, σιγά τζαι σταθερά, κομμάτι, κομμάτι που την καρκιά του. Τζείνο το κενό, σαν την θάλασσα. Απέραντο, βαθύ, μαύρο, απελπιστικά ήρεμο. Το τέρτι που του τρώει αργά την ψυσιή του. Το τέρτι που έφαεν την μάνα του.

Τζαι το πλήθος, σαν την κινούμενη άμμο ερούφησε τον Φάνο. Τζαι η ιστορία του εχάθηκε, έσμιξε με τες σιηλιάες άλλες ιστορίες γυρώ του. Τζαι η γή εσυνέχισε να γυρίζει αδιάφορα, άπονα τζαι μονότονα.