Μέρα 2η

Αγαπητή Ρέα,

Το πρωινόν μας σήμερα ήταν στην ώραν του τζαι γλήορο. Ήταν όπως πάντα καπήρες, γάλαν εβαπορέ με φακελλάκι νέσκαφε, μαρμελλάδαν τζαι βούτυρο. Νομίζω, όμως, ότι ο μάγειρας εβιάζετουν να φύει τζαι έρεξεν ούλλο το προσωπικό της κουζίνας που κάτω για να κάμνει γλήορα. Έφαα, όπως κάθε πρωί, στην γωνιά κοντά στο παράθυρο, δίπλα ‘που το σώμα του καλοριφέρ. Επάλεψα αρκετά για να κοτσιανιάσω την συγκεκριμένην θέση, έν’ μια ιστορία που έννα σου την διηγηθώ μιαν άλλην φορά.

Μετά το φαΐν εφκήκα έξω στην αυλή να κάμω την βόλταν μου ‘που την καφετέρια των φρουρών. Κάθε πρωίν γοράζουν εφημερίδα τζαι καμιάν φοράν διούν μου την τζι εμένα να θκιαβάσω. Συνήθως αγοράζουν «Πολίτη», αλλά εντάξει, ‘εν είμαι σε θέσην να κάμω ιδιοτροπία.

Έκατσα στην σκιά κάτω ‘που τον ψηλόν πέτρενον τοίχο των φυλακών. Στην κορυφή τους οι τοίχοι έχουν συρματόπλεγμα με λεπίδες τζαι στα κυρτώματα οι χτίστες εκολλήσαν μέσα στο κουγκρίν κομμάθκια γυαλλί.

Διερωτούμαι πόσον περίεργο θα ήταν για κάποιον άνθρωπο πριν 50 χρόνια να σπάζει πότσες για να βάλουν τα κομμάθκια στους τοίχους των φυλακών. Άννοιξα την εφημερίδαν τζαι άρκεψα να την μετροφυλλώ ανάποδα. Εν μου αρέσκουν οι εκπλήξεις. Θέλω πρώτα να την αννοίξω ‘που το τέλος στην αρκή για να ξέρω τι με περιμένει όταν την θκιαβάσω κανονικά στην συνέχεια.

Στις αγγελίες θανάτου είδα μιαν κοτζιάκαρην που έμοιαζεν της στετές μου της Βαλεντίνης. Εθθυμήθηκα που λες την κηδεία της. Ήμουν 14 χρονών που επέθανεν η Βαλεντίνη. Αντρέπουμαι που το λαλώ, αλλά εψιλοανακουφίστηκα που επέθανε. Εταλαιπωρήτουν μήνες τζαι η μάνα μου ανάγκαζεν με κάθε λλίον να πηαίννω να την θωρώ στην κλινική. Στην ηλικία τζείνην εγώ επροτιμούσα να γυρίζω με τους φίλους μου, όχι να κάθουμαι να θωρώ την κοτζιάκαρη μέ να μιλά μέ να λαλά.

Την Βαλεντίνη λοιπόν εθάψαν την με έναν φόρεμα κλαδωτό, χρώματος πράσινον κλειστό με διακριτικά φύλλα τζαι κλαθκιά διαφόρων χρωμάτων κυρίως στο κάτω μέρος. Σκέφτουμαι το τζαι γελώ, ανάθθεμα με.

Η κοτζιάκαρη πάντα εφόρεν μαύρα. Άτε να έβαλλεν τζαι κανέναν μπλε άμαν είσιεν κανέναν γάμο ή στον Καλό Λόο. Φόρεμα, κουρούκλαν τζαι ποΐνες μαύρες. Κάποτε, η θκεια μου επήεν ταξίδι στην Αγγλία τζαι έφερεν της τούτον το φόρεμαν το πράσινο να το φορεί για καλό. Η κοτζιάκαρη μόλις το έπιασεν εποθαμμάστηκε. «Όι κόρη μου, με τούτον τον φόρεμαν εννά με θάψουν, εννά το φυλάξω.» Έτσι όπως το εκράταν, εδίπλωσεν το τζαι έβαλε το στην βαλιτσούαν της που είσιεν σασμένην για την ημέρα του θανάτου της. Η θκεια μου εγίνηκεν φονιάς, αλλά τι να της πει; Θθυμούμαι στην κηδεία έκλαιεν τζι εφώναζεν ότι το φόρεμαν τζείνη της το έκαμεν δώρο. Έσιει ‘που τζείνην την ώραν που σκέφτουμαι το ίδιον πράμα. Γιατί η κοτζιάκαρη να θέλει να φορεί τα καλά της την ημέρα που πεθανίσκει; Σάννα τζαι ήταν τόσον βασανισμένη που το θαφκειόν της ήταν γιορτή.

Φιλώ σε. Ουρανός.